- φθογγάριον
- φθογγ-άριον, τό, Dim. of φθογγή,A sounding-pipe, Hero Spir.2.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθογγάριον — sounding pipe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγάριον — τὸ, Α ο αγωγός τής φωνής ή, κατ άλλους, είδος σφυρίχτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. μυθ άριον)] … Dictionary of Greek
φθογγαρίου — φθογγάριον sounding pipe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)